- πιστικωτάτας
- πιστικωτάτᾱς , πιστικός 1liquidfem acc superl plπιστικωτάτᾱς , πιστικός 1liquidfem gen superl sg (doric aeolic)πιστικωτάτᾱς , πιστικός 2faithfulfem acc superl plπιστικωτάτᾱς , πιστικός 2faithfulfem gen superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.